Η Αμμόχωστος καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους μετά από πολιορκία έντεκα μηνών τον Αύγουστο του 1571. Οι Χριστιανοί κάτοικοί της αναγκάστηκαν αργότερα να κατοικούν εκτός των τειχών της πόλης και σταδιακά δημιούργησαν μια νέα πόλη που ονομάστηκε Βαρώσια, που προέρχεται από το τουρκικό Varos και μεταφράζεται ως Προάστιο. Μετά την ανεξαρτησία από την Βρετανική αποικιακή κυριαρχία, η Αμμόχωστος (το όνομα χρησιμοποιείται συνήθως για να περιλαμβάνει τόσο το τειχισμένο τμήμα όσο και τα Βαρώσια) αναπτύχθηκε γρήγορα ως τουριστικός προορισμός και ως εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο.
Μέχρι τον Ιούνιο του 1974, η Αμμόχωστος φιλοξενούσε περισσότερους από το 53% των τουριστών που επισκέφθηκαν την Κύπρο, ενώ το λιμάνι της χειριζόταν το 83% του συνολικού φορτίου και το 49% της συνολικής επιβατικής κίνησης προς και από το νησί. Η Αμμόχωστος καταλήφθηκε από τον Τουρκικό Στρατό το 1974, κατά τη δεύτερη φάση της Τουρκικής Εισβολής, καθώς οι κάτοικοί της έφευγαν μπροστά στις προελαύνοντες Τουρκικές Δυνάμεις. Ένα εκτεταμένο τμήμα της πόλης, που αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στα Βαρώσια, σφραγίστηκε αμέσως και η είσοδος σε αυτό απαγορεύτηκε αυστηρά.
Τα επόμενα δύο χρόνια λεηλατήθηκε συστηματικά από τον Τουρκικό Στρατό. Ο Σουηδός δημοσιογράφος Jan-Olof Bengtsson, κατά την επίσκεψή του στον Σουηδικό Τάγμα του ΟΗΕ στο λιμάνι της Αμμοχώστου τον Σεπτέμβριο του 1977, είδε το σφραγισμένο τμήμα της πόλης από το παρατηρητήριο του τάγματος και στη συνέχεια προχώρησε να γράψει στην Σουηδική απογευματινή εφημερίδα Kvallsposten:
«Η άσφαλτος στους δρόμους έχει ραγίσει κάτω από τον ζεστό ήλιο και κατά μήκος των πεζοδρομίων φυτρώνουν θάμνοι Σήμερα Σεπτέμβριος 1977 τα τραπέζια για πρωινό είναι ακόμα στρωμένα τα ρούχα ακόμα κρεμασμένα και οι λάμπες ακόμα αναμμένες Τα Βαρώσια είναι μια Πόλη Φάντασμα»